- παρηλλαγμένος
- παραλλάσσωcause to alternateperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
παρηλλαγμένως — Α επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος τού παραλλάσσω] … Dictionary of Greek
ԱՅԼԱԿԵՐՊ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. եւս եւ գ. յոքն. ἐτερόμορφος, ἔτερος , διαφέρων, διάφορος, παρηλλαγμένος, ἑξηλλαγμένος qui formae diversae est, alienus, diversus, differens… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՐԻՇ — ( ) NBH 2 0531 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 13c, 14c ա.մ.նխ. χωρίς seorsim ἱδίως proprie ἵδιος proprius διάφορος diversus παρηλλαγμένος distinctus, alienus. որ եւ ՈՐՈՇ. եւ իբր ռմկ. ուրիշ. (Արմատ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՉՆԱՇԽԱՐՀԻԿ — ( ) NBH 2 0576 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. παράδοξος, παρηλλαγμένος, ὐπερήφανος , καινός, ξένος praeter opinionem, inexpectatus, praecellens, eximius, novus, et alienus φριώδης horrendus.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)